« Ήτανε τα, σου λέω, τα εφτά χρόνια ήταν σαν να μην ήμασταν καθόλου. […]Τώρα έξι εφτά χρόνια πόσο έχουν που φτιάξουν τα χαρτιά, έχουμε ησυχάσει. Πολύ. […] Μετά μόλις συμπλήρωσα τα ένσημα και πήρα το πρώτο χαρτί πιστεύω πως αλάφρωσα. Είπα κάτι έγινε. »
« Ναι, παράνομος έτσι. Σαν να μην είσαι σαν … ξέρεις τώρα, χωρίς πατρίδα, χωρίς όνομα, χωρίς κανένα δικαίωμα στο κόσμο. Δηλαδή, απλώς να ζήσεις, κατάλαβες; Το τι ζεις … Γιατί όταν δεν έχεις χαρτιά ή κάποιος δεν σε αναγνωρίζει ή ξέρεις, άμα γίνει κάτι και δεν μπορείς και να πας, γιατί δεν ξέρεις τι να τους πεις ότι ποιος είσαι ο χωρίς χαρτιά … παράνομος. »