« …όπως κάνουν όλοι οι ελαιοχρωματιστές κάνουμε τα σπατουλαριστά, τα τριψίματα αυτά που δεν κάνω εγώ πια. Τα έχω κάνει τέσσερα χρόνια με το μάστορα στο Αίγιο και εγώ ξέρω τι έπαθα και τώρα πια είμαι μάστορας. Και πιστεύω ότι ναι, αυτά που πέρασα δηλαδή τα τέσσερα χρόνια εκεί που τα δάχτυλά μου γινόσαντε τσιγαρόχαρτο έτσι απ’ το γυαλόχαρτο απ’ το τρίψιμο και βγάζανε αίμα τώρα τα έχω ξεχάσει. Και είμαι σα μάστορας και ξέρω όντως αυτή τη δουλειά που το αξίζω αυτό το όνομα μάστορα που λένε. Γιατί πρέπει να περάσουν χρόνια για να σου πει ο άλλος μάστορα. Και νιώθω όμορφα όταν το ακούω, όταν μου λέει ο βοηθός φερ’ ειπείν μάστορα. »
« Άλλαξα δουλειά, μετά έβγαζα τις παραγγελίες, κάναμε όλα, τα πάντοτε, ό,τι είχε ανάγκη η εταιρία επειδή άρχισα να καταλάβω τη γλώσσα και ήμουνα, θα μπορούσα να πω στη δουλειά μου απάνω πολύ καλός, με είχανε σαν δεξί χέρι. Είχαμε και τους Πακιστανούς, αλλά οι Πακιστανοί δεν ξέρανε τη γλώσσα, ξεφορτώναμε, και εγώ ήξερα. Ήξερα όλα τα φορτώματα που είχαμε στην αποθήκη. Τα θυμόμουνα απ’ έξω. Κάτι που αυτό άρεσε πάρα πολύ στους προϊστάμενους. Και μ’ είχανε πλέον το δεξί τους χέρι. Μόλις έμαθα και έγινα έμπειρος μου ‘δωσε μάλιστα κι έναν Πακιστανό βοηθό κι αυτά ήταν όλα. Άρχισα σιγά- σιγά ν’ ανέβω. Είδα τον εαυτό μου λίγο πιο αλλιώς, ανέβηκα λίγο. »