« Γιατί εμείς είμαστε τέτοιο ράτσα. Εμείς δουλεύουμε, δεν είμαι ακόμα δεν έχει μπει αυτό όπως είστε εσείς εδώ. Τα παιδιά μιλάμε τώρα, δε μιλάω για, για οι παλιοί. Και δε θέλουν να δουλέψουν, να θέλουν κάθε λίγο το βράδυ, το πρωί «μάνα δώσ’ μου 5 ευρώ, δώς πατέρα.» Εκεί δουλεύει και τα, και τα παιδάκια. Γιατί είναι κρίμα μη, μη προχωράει αυτό στο μέλλον. Έχεις δει εδώ … παιδάκια, τόσα παιδάκια που πάει στη δουλειά. Να, σε τέτοιο ηλικία που είναι ο Σωτήρης (o δεκαεξάχρονος γιος του) έρχεται κανένα στη οικοδομή; »
« Τους (στους γονείς) λέω εγώ καμιά φορά έτσι, δεν θέλω να πάω αύριο να, στην δουλειά. Λέει εμένα, όχι, λέει, πρέπει να πας. Ε, και ‘ντάξει, θε-, καταρχήν ΘΕΛΩ Ή ΔΕΝ ΘΕΛΩ να μην πάω στην δουλειά, και να θέλω ή να μην θέλω, αναγκαστικά πρέπει να πάω! Γιατί αν δεν πάω, ποιος, ποιος θα με ταΐσει καταρχήν; Έτσι; Είναι κι αυτό το πράγμα. Θέλω … για μια καλύτερη ζωή, να δουλέψεις πάντα έχεις καλύτερη ζωή. Αν δεν δουλέψεις, θα καταλήξεις αλλού μετά. Στους δρόμους, οι γονείς σου δεν θα σε θέλουν βέβαια, α, ένα τεμπέλη να πούμε στο σπίτι. Να σε κάνουν τι; Έτσι. Αλλά πάλι οι γονείς είναι γονείς. Δεν θα σου πουν ας πούμε «Α! Φύγε απ’ το σπίτι», θα σε διώξουν, θα σου πουν με καλό τρόπο. «Πήγαινε να δουλέψεις», γιατί 17 χρονών τώρα και να μην δουλέψεις; Ή θα πας σχολείο ή θα δουλέψεις, ένα απ’ τα δυο. Αν δεν θες αυτά τα δυο, σε διώχνουν απ’ το σπίτι και … καταλήγεις αλλού μετά. »