« [Στη Βουλγαρία] η γυναίκα πάντα δούλευε κι ακόμα δουλεύει. Α, μέχρι τώρα δεν έχω ακούσει κάποιο άνδρας να πει «Όχι, η γυναίκα μου δεν …», όχι! δεν έχω ακούσει. Κι ούτε πρόκειται να ακούσει αυτό στην Βουλγαρία! Εγώ δεν, δεν μ’ αρέσει αυτό το πράγμα που γίνεται εδώ. […] «Η γυναίκα μου είναι για σπίτι και τέρμα». Όχι! Η γυναίκα είναι και για το σπίτι, μπορεί να πάει και να δουλεύει. »
« Εγώ τη δουλειά το έχω αρχίσει με τον δικό μου απόφαση. Και της είπα (της πεθεράς της) αν σ’ αρέσει, αν δε σ’ αρέσει. Θα δουλέψω. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ. Δε μπορώ… Και τώρα που δουλέψω έχω τον ησυχία μου αν θέλω να αγοράσω κάτι για το παιδί παίρνω τα αγοράζω και τέλος. Αυτό με έχει ξεαγχώσει, πώς το λένε, το έχω βγάλει αυτό το άγχος. Και της λέω πήρα αυτό για το παιδί. «Γιατί το πήρες γιατί έχει;» «Το θέλω να το πάρει, θέλω να το πάρει. Για αυτό δουλεύω.» Τέλος. Αυτό είναι, το πράγμα. »