« Αλλά, θυμάμαι για τα Χριστούγεννα, τότε το ένιωθα ότι ήμουνα, δηλαδή έκανα μια τέτοια δουλειά τόσο, τόσος άσχημη νομίζω. Που δεν με ταίριαζε. Δηλαδή που τους πήγα στα παιδιά, ήτανε τα κορίτσια των αγοριών, ήτανε οι γονείς και αυτά, και εμένα με βάλανε να τους πάω ποτήρια, πράγματα, εντάξει και τότε αυτά που έβλεπα στα έργα, στα ΦΙΛΜ, εγώ τα έκανα, τα έκανα εγώ δηλαδή! Και μου φαινότανε τρελό πράγμα! Πάρα πολύ έτσι. Πάρα πολύ δύσκολο. Ήτανε πολύ δύσκολο να τους περιποιώ εγώ σαν να ήμουν, είμαι εγώ η δούλα και εσείς είστε οι αριστοκράτες δηλαδή. »
« Η γυναίκα κύριος Στέφανος πέθανε και τώρα αυτός δεν μπορεί να δουλεύει μόνη της, εγώ κάνω όλα. Όλη τη δουλειά. Μαγειρεύω, πάω να αγοράζω αυτό που πρέπει, κάνω πλυντήριο, σιδερώνω. ‘Ντάξει, δεν είναι τόσο δύσκολο. Αυτό θα κάνω μέσα σπίτι χωρίς λεφτά. Αν είμαι στην Βουλγαρία. Ναι. Στην Βουλγαρία για αυτή δουλειά δεν μπορώ να παίρνω λεφτά. Δεν έχει ποιος να πληρώνει. Κόσμος δεν έχει τόσο λεφτά. Στην Βουλγαρία όλα κάνεις μόνη της! Εσύ μαγειρεύεις, εσύ καθαρίζεις, εσύ σιδερώνεις, εσύ βλέπεις παιδιά, εσύ δουλεύεις οχτώ ώρα! Όλα! Ξέρω και δεν υπάρχει άλλη δουλειά για μένα, γιατί εγώ δεν ξέρω γλώσσα, δεν ξέρω τίποτα, ξέρω και ήρθε πολύ κόσμος εδώ και δουλεύει εδώ. Αυτό! Δεν ξέρω ακριβώς, αμά αυτό, δεν έχει άλλο! »