« Εκεί είναι λίγο, την είχα ακούσει μια ερώτηση: Γιατί δεν σηκωθήκατε; Και αυτή ερώτηση είναι. Γιατί δε σηκωθήκαμε; Γιατί πολλοί άνθρωποι μπορεί να, δεν ξέρω και γω θα ήμουν δε θα ήμουν, έτοιμοι να κάνουν κάτι τέτοιο αλλά κατάστρεφες όχι μόνο τον εαυτό σου και όχι μόνο την στενή οικογένεια αυτή που έχεις, πολύ μεγάλος ο κύκλος που θα, θα έτρωγε φυλακές, εξορίες, από τη δουλειά, θείοι, πρώτοι εξάδερφοι, δεύτεροι εξάδερφοι! Ας πούμε αν είχε συμβεί κάτι σήμερα σε αυτό όπως είμαστε, εγώ και ο γιος θα ήμασταν φυλακή. Με αιτίες εύκολες να βρούνε. Αυτές οι δυο (η γυναίκα του και η κόρη του) θα πήγαιναν σε ένα χωριό τώρα, πού είναι ένα χωριό που σου βγάζει τα μάτια το κόμμα και εκεί πρέπει να δουλέψουν για να φάνε. Και θα είναι ψυχικά όχι πατημένες, όπως είπαμε είμαστε λίγο πατημένοι εδώ, όχι. Αυτό είναι ουουου, αυτό είναι πολύ καλό. Έτσι, με τίποτα. Δεν έχεις δικαίωμα και αν σε δείρουν και αν σε κάνουν ό,τι να δεν έχεις δικαίωμα να πας πουθενά και να πεις τι μας έκαναν. Για αυτό έκανε αυτό και ο άνθρωπος σκέφτονταν, δε μπορούσες να κάνεις δυο, τρία άτομα. »
« Ναι. Δηλαδή όταν έκανες την αίτηση ήταν το βιογραφικό όλο. Πού ήταν οι γονείς σου, οι παππούδες, τι κάναν τότε αυτά τα χρόνια, στον πόλεμο, τι στάση κρατούσε, με ποιον ήταν, με τους κομμουνιστές ή με τους μπαλίστες, αυτό. Άμα ήταν με μπαλίστες, και 10 να είχες, δεν πήγαινες σχολείο. Αυτοί μετά κάνανε και έλεγχο. Αυτοί τα ξέραν όλοι. Είχαμε ντοσιέ, φάκελο στην ασφάλεια. Όλοι. Δηλαδή δε μπορούσες να πεις ψέματα. Αν έλεγες ψέματα… θα’ ρχόντουσαν σπίτι και θα’ λεγαν «γιατί τα είπες αυτά; Αυτό δεν είναι σωστό, εμείς ξέρουμε ποιος είσαι.» Αν είχες κάνει φυλακή δηλαδή και δεν το έλεγες, δε θα περνούσες. […]Εκτός απ’ το σχολείο που δε θα πήγαινε, ούτε καθόλου δε μπορούσε να βρει πουθενά. Ή στα χωράφια θα δούλευε ή σε οικοδομή, στην εξορία που πηγαίναμε ήτανε, εκεί ήταν άστα, δράμα. »