« Ξέρεις τι; Εγώ ευχαριστημένη. Γιατί δεν πληρώνω άντρας μου να πληρώνει ρεύμα. Αυτός παίρνει κάτι…λεφτά. Ξέρεις πόσο γυναίκες στέλνουν λεφτά να μένει άντρα της Βουλγαρία; Και αυτή πληρώνει να ήρτε Χριστούγεννα, να ήρτε Πάσχα, να ήρτε να τις δει. Αυτός μένει από κει χωρίς δουλειά, αυτή στέλνει λεφτά. ΕΓΩ ντε τα κάνω καθόλου αυτά! Δε με ενδιαφέρει. […] Όχι, όχι, όχι, όχι! Ντεν έχω δίκιο; Πες μου. »
« Στέλνω. Πράγματα πιο λίγο, λεφτά ναι. Πληρώνω σε αυτή γυναίκα, και τα φάρμακα της, μητέρα μου. […] Στέλνω, κάθε μήνα στέλνω (στον γιο μου) 100 ευρώ! Στέλνω, η νύφη μου δεν δουλεύει, γιατί η Χριστιάνα είναι λίγο δύσκολη, έτσι, πηγαίνει στο σχολείο, είναι 8 χρονών. Να την πάει στο σχολείο, να γυρίσει. Ε, την φροντίζει καλά. Και …η μητέρα μου καλά είναι, δεν είναι, δεν έχει ανάγκη έτσι να λέει πολλά λεφτά, γιατί το σπίτι μας είναι μεγάλο εκεί και καλή σύνταξη παίρνει! Εκατόν εξήντα οχτώντα λέβα κι έχουμε δυο δωμάτια νοικιασμένοι. Παίρνει και το ‘νοίκιο, ‘ντάξει είναι, αλλά…(γέλιο) Ντάξει είναι όλοι σαν είναι ατροφία στο μυαλό, πάντα λέει δεν έχουμε λεφτά (γέλιο). Και να είμαι ήσυχη εγώ, αγοράσω ηχυχία (ησυχία) μου με λεφτά, τι να σου πω; »