« Στο χωριό, τέτοιο. Μου λέει «Ρε Ιλλίρ» λέει. «Με αυτό το αυτοκίνητο που έχεις εσύ,» λέει. «Δε θα έχει ο Νάνος,» λέει. Είπα, «Εμένα δε με ενδιαφέρει ο Νάνο. Εμένα με ενδιαφέρουν αυτά τα χέρια μου». Είπα, «Δε με πειράζει είχε ο Νάνος αυτοκίνητο αν δεν έχει.» Εμένα. Αλλά θέλω να πω: μας βλέπουν με το μάτι σαν ξένοι. Δηλαδή. Γιατί είναι και…τι να πω τώρα; Έχουν φύγει έξω; Φαίνεσαι σαν, και τη….πιο…και το σώμα, και τα μούτρα αλλάζουν, να πας εκεί να το δει ο άλλος φαίνεται είσαι ξένος εκεί. »
« Πως με βλέπουν; Σαν τράπεζα!!! Πως με βλέπουνε! Μου είπανε πρώτα ότι έχω γεράσει, γέρασα πάρα πολύ. Ότι αδυνάτισα και με λυπάται, με λυπάται, τι να πω. Και δεύτερο, αυτό είναι το πρώτο. Με, με βλέπουνε σαν τράπεζα. Νομίζουνε ότι δεν θα τελειώσουνε απ’ το πορτοφόλι μου!!! »